- χελώνα
- η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ.γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.)2. το όστρακο τού ζώου αυτού3. (στην αρχαιότητα) (στον τ. χελώνη) α) είδος τροχοφόρας πολιορκητικής μηχανής, με υπόστεγο που προστάτευε τους επιτιθεμένους από τις βολές τού εχθρού («κατεσκεύασε δὲ καὶ κριοὺς ὑπερμεγέθεις καὶ χελώνας δύο κριοφόρους», Διόδ.)β) αιγινητικό νόμισμα με παράσταση τού ζώου αυτού, που κυκλοφορούσε σε όλη την Πελοπόνησσο κατά την περίοδο από τον 7ο ώς τον 5ο π.Χ. αιώνα4. ως κύριο όν. η Χελώνηνεαρή γυναίκα που απαξίωσε να παραβρεθεί στους γάμους τού Διός και τής Ήρας, με αποτέλεσμα να τήν μεταμορφώσει ο Ερμής σε χελώνανεοελλ.1. στον πληθ. οι χελώνεςζωολ. γενική κοινή ονομασία τών μακρόβιων χελώνιων ερπετών που ανήκουν στη μοναδική αρτίγονη τάξη τής πρωτόγονης υφομοταξίας αναψιδωτά, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους το χέλυο, ένα συμπαγές προστατευτικό όστρακο που περικλείει το σώμα τους, και είναι ευρέως διαδεδομένα στην χέρσο, στη θάλασσα και στα γλυκά και υφάλμυρα νερά2. βοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών τής Βόρειας Αμερικής, το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες3. (μεταλργ.) α) (παλαιότερα) μικρό πλίνθωμα μολύβδου για τη χύτευση σφαιρών τών εμπροσθογεμών τυφεκίωνβ) (γενικά) το πλίνθωμα4. φρ. α) «θαλάσσια χελώνα»ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών θαλάσσιων χελωνών τών οικογενειών δερμοχελυΐδες και χελωνιίδες, που είναι προσαρμοσμένες στην υδρόβια διαβίωσηβ) «μεσογειακή χελώνα»ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Testudo hermanii, το οποίο είναι ευρέως διαδεδομένο στις μεσογειακές ακτές τής Ευρώπηςγ) «ελληνική χελώνα»ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Testudo graeca, που απαντά στα ανατολικά Βαλκάνια, στη νότια Ισπανία, στη βόρεια Αφρική, στη Μικρά Ασία και σε ορισμένα νησιά τής Μεσογείουδ) «κρασπεδωτή χελώνα»ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Testudo marginata, που θεωρείται ενδημικό είδος τής Ελλάδας, αλλά εντοπίζεται και στη Σαρδηνία, όπου, πιθανώς, έχει μεταφερθεί από τον άνθρωποε) «σαν τη χελώνα»μτφ. με πολύ αργή κίνηση ή με πολύ μικρή πρόοδοαρχ.1. το κατασκευασμένο από το όστρακο τού ζώου αυτού ηχείο λύρας («ἐν τῷ ζυγῷ τῆς λύρας καὶ τῇ χελώνῃ καὶ τοῑς κολλάβοις», Πλούτ.)2. όχημα με τροχούς ή κυλίνδρους για τη μεταφορά πολύ βαριών αντικειμένων3. υποπόδιο, σκαμνάκι για τα πόδια4. χαμηλός λόφος5. τάφος με θολωτή στέγη6. είδος επιδέσμου7. τμήμα χειρουργικού εργαλείου που εξασφάλιζε αργή, κανονική κίνηση8. χελώνιον*. εξάρτημα μηχανήματος συστροφής9. στρατιωτικός σχηματισμός τής φάλαγγας, με τις ασπίδες ενωμένες πάνω από τους επιτιθεμένους σε σχήμα τού παραπάνω ζώου10. (κατά τον Ησύχ.) «καὶ ἡ τρόπις τῆς νεὼς διὰ τὸ ἐπικαμπές»11. φρ. α) «χελώνη κριοφόρος» — χελώνη κατασκευασμένη για να προστατεύει τον πολιορκητικό κριό (Διόδ.)β) «χελώνη χωστρίς» — χελώνη για την προστασία εκείνων που υπονόμευαν τα τείχη τού εχθρού (Πολ.)12. παροιμ. α) «ἰώ, χελῶναι, μακάριοι τοῡ δέρματος» — λεγόταν για πλήρη αναισθησία ή αδιαφορίαβ) «ἦ χρὴ χελώνης ἤ φαγεῑν ἤ μὴ φαγεῑν» — λεγόταν για κάποιον που αρχίζει να κάνει κάτι και ξαφνικά σταματάει.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χέλυς].
Dictionary of Greek. 2013.